μητροκτονος

μητροκτονος
    μητροκτόνος
    μητρο-κτόνος
    I
    2
    совершающий матереубийство
    

(χεῖρες Aesch.)

    μητροκτόνον μίασμα Aesch. — пятно матереубийства

    II
    ὅ матереубийца Aesch., Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μητροκτονος" в других словарях:

  • μητροκτόνος — killing one s mother masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτόνος — ο (Α μητροκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη μητέρα του, ο μητραλοίας αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητροκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κτονος (< κτείνω), πρβλ. πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μητροκτόνος — ο το να σκοτώσει ένα παιδί τη μητέρα του: Έγινε μητροκτόνος στην εφηβεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μητροκτόνον — μητροκτόνος killing one s mother masc/fem acc sg μητροκτόνος killing one s mother neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτόνοι — μητροκτόνος killing one s mother masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτόνου — μητροκτόνος killing one s mother masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτόνους — μητροκτόνος killing one s mother masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτόνων — μητροκτόνος killing one s mother masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτόνῳ — μητροκτόνος killing one s mother masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • βουλγαροκτόνος — ο (Μ βουλγαροκτόνος) (επίθετο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου Β΄) εκείνος που εξόντωσε τους Βουλγάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βούλγαρος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. αδελφοκτόνος, ανδροκτόνος, μητροκτόνος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»